- αμπέχονο
- τοτο χιτώνιο της στρατιωτικής στολής: Το αμπέχονο άλλοτε ήταν πολύ εφαρμοστό στο σώμα και με πολλά κουμπιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμπέχονο — Είδος αρχαίου μανδύα, μετρίου μεγέθους. Αναφέρεται από συγγραφείς, καθώς και σε επιγραφές και ιδιαίτερα σε καταλόγους αφιερωμάτων στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, στην ακρόπολη της Αθήνας. Παραλλαγή του ήταν το αμπεχόνιο, πιο μικρό και πιο… … Dictionary of Greek
λεπταμικτόριον — λεπταμικτόριον, τὸ (Α) λεπτό γιλέκο, λεπτό αμπέχονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + αμικτόριον (< λατ. amictorium «αμπέχονο»)] … Dictionary of Greek
αμπεχόνη — ἀμπεχόνη, η (Α) 1. λεπτός επενδύτης ή εσθήτα που φορούσαν οι γυναίκες ή θηλυπρεπείς άντρες 2. ενδυμασία, ενδύματα 3. (στον πληθυντικό) αἱ ἀμπεχόναι τρόποι ντυσίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέχω + όνη* (πρβλ. πείρω περόνη, ἄγχω ἀγχόνη, ἄκαινα ἀκόνη,… … Dictionary of Greek
χιτώνιο — το / χιτώνιον, ΝΜΑ [χιτών] (στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. τού χιτών) κοντός χιτώνας νεοελλ. 1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο 2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων 3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου» στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται … Dictionary of Greek
χιτώνας — ο 1. ρούχο των αρχαίων. 2. το «αμπέχονο» των στρατιωτικών. 3. φρ., «χιτώνιο πυροβόλου», πρόσθετος κυλιντρικός σωλήνας που περιβάλλει το πίσω μέρος του σωλήνα του πυροβόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)